λαβόντος

λαβόντος
λαμβάνω
a
aor part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • врежати — ВРЕЖА|ТИ (32), Ю, ѤТЬ гл. 1.Наносить увечье; вредить: все же ихъ дѣиство чистителѥскоѥ отъ˫а. имьже можаахоу врѣжати. ли пользова нѣкыимъ. (βλάπτειν) КЕ XII, 28а; строупiвыи же ре(ч): молю ти сѩ, престани, не ѡ(т)гони ихъ, болма бо ми врежаешi… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Κωνσταντίνος ο Σικελιώτης — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος. Ήταν μαθητής και φίλος του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Σοφού και έγραψε διάφορα ποιήματα στα οποία κυριαρχούν τα ανακρεόντεια μέτρα. Τα κυριότερα από αυτά είναι τρία ποιήματα που απευθύνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”